- διγενές
- διγενήςof doubtful sexmasc/fem voc sgδιγενήςof doubtful sexneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διγενής — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τη Ζάκυνθο. 1. Ανδρέας. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και εργάστηκε για τη διάδοση των ιδεωδών της. Στη διάρκεια του Αγώνα μερίμνησε για τον εφοδιασμό της Πελοποννήσου και του Μεσολογγίου. 2. Γεώργιος.… … Dictionary of Greek
βαϊλαντία — (vaillantia). Γένος μονοετών ή πολυετών, μικρών ποωδών φυτών της οικογένειας των ρουβιδών. Είναι ιθαγενή φυτά των παραμεσογειακών περιοχών. Έχουν λεπτές ρίζες και φύλλα ωοειδή ή προμήκη που βγαίνουν σε σπονδύλους. Τα άνθη σχηματίζουν τριάδες και… … Dictionary of Greek